Ασφάλεια Εφοδιασμού Πετρελαιοειδών

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης υποχρεούνται να τηρούν συνεχώς ένα ελάχιστο επίπεδο αποθεμάτων προϊόντων πετρελαίου, για λόγους ασφάλειας εφοδιασμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία για θέματα ασφάλειας εφοδιασμού, που αναφέρεται στη συνέχεια, το ελάχιστο επίπεδο πρέπει να αντιστοιχεί σε τουλάχιστον 90 ημέρες της μέσης ημερήσιας εσωτερικής κατανάλωσης που καταγράφηκε κατά το προηγούμενο έτος.

Σε εθνικό επίπεδο, ο ν. 3054/2002 (ΦΕΚ Α’230/2.10.2002) εισήγαγε νέο σύστημα σχετικά με την τήρηση αποθεμάτων ασφαλείας στη χώρα. Σύμφωνα με το σύστημα αυτό, η υποχρέωση τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας επιβάλλεται σε όσους εισάγουν πετρέλαιο προς κατανάλωση στην εγχώρια αγορά, στα διυλιστήρια και στους Μεγάλους Καταναλωτές και όχι σε αυτούς που τα διαθέτουν στην εγχώρια αγορά (εμπορία). Τα αποθέματα ασφαλείας τηρούνται σε αποθηκευτικούς χώρους των υπόχρεων, ίδιους ή μισθωμένους ή κατά παραχώρηση της χρήσης, που έχουν πιστοποιηθεί ως αποθήκες τήρησης αποθεμάτων ασφαλείας. Με τον τρόπο αυτό καθιερώνεται ελεύθερη και διαφανής πρόσβαση τρίτων στους αποθηκευτικούς χώρους, ανεξάρτητη από την ύπαρξη ή όχι σύμβασης προμήθειας με τον κάτοχο των αποθηκευτικών χώρων.

Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ήδη από το 2007 υπογράμμισε την ανάγκη να ενισχυθεί η ασφάλεια του εφοδιασμού για την ΕΕ συνολικά αλλά και για κάθε κράτος μέλος, μεταξύ άλλων μέσω της ανάπτυξης αποτελεσματικότερων μηχανισμών αντιμετώπισης κρίσεων,[1] και κατέληξε το 2009 στην Οδηγία 2009/119/ΕΚ σχετικά με την υποχρέωση διατήρησης ενός ελάχιστου επιπέδου αποθεμάτων αργού πετρελαίου ή/και προϊόντων πετρελαίου από τα κράτη μέλη,[2] η οποία αντικατέστησε τις προηγούμενες τρεις νομοθετικές πράξεις.

Η ΡΑΕ συμμετείχε στην Επιτροπή Εναρμόνισης της εθνικής νομοθεσίας με την Κοινοτική Οδηγία 2009/119/ΕΚ σχετικά με την Υποχρέωση Τήρησης Αποθεμάτων Πετρελαιοειδών. Στη βάση των εργασιών της Επιτροπής, με τις ρυθμίσεις του νόμου 4123 (ΦΕΚ Α’ 43/19.02.2013) εναρμονίστηκε η εθνική νομοθεσία προς την Οδηγία. Η ενσωμάτωση της Οδηγίας βελτίωσε τους μηχανισμούς τήρησης αποθεμάτων πετρελαίου, τόσο σε επίπεδο ασφάλειας του εφοδιασμού, με τη θέσπιση συντονισμένων διαδικασιών παρέμβασης για την άμεση λήψη αποφάσεων και αποτελεσματικών μέτρων σε περίπτωση κρίσης, προσεγγίζοντας το αντίστοιχο σύστημα του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργεια, όσο και στο επίπεδο της λειτουργίας του υγιούς ανταγωνισμού προς όφελος των επιχειρήσεων και των τελικών καταναλωτών.

Βάσει των διατάξεων του άρθρου 5 του νόμου, αναθεωρήθηκε ο Κανονισμός Τήρησης Αποθεμάτων Έκτακτης Ανάγκης,[3] στη βάση της Γνωμοδότησης 7/2013 της ΡΑΕ, και θεσπίστηκε Σχέδιο Μέτρων Έκτακτης Ανάγκης,[4] με τα οποία ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες διασφάλισης της φυσικής προσβασιμότητας και διαθεσιμότητας και οι διαδικασίες λογιστικής διαχείρισης και ελέγχου των αποθεμάτων έκτακτης ανάγκης.

Στο Σχέδιο Μέτρων Έκτακτης Ανάγκης προβλέπεται, μεταξύ άλλων, ότι κατά την εφαρμογή των μέτρων έκτακτης ανάγκης λαμβάνεται συγχρόνως ειδική μέριμνα για την παρακολούθηση των τιμών των πετρελαιοειδών προϊόντων στην εγχώρια αγορά από τα αρμόδια Υπουργεία και την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας και δύνανται να ορίζονται ιδίως ανώτατα όρια τιμών πώλησης για όλα ή ορισμένα από τα πετρελαιοειδή προϊόντα. Για τον ορισμό των ορίων αυτών εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 20 του Ν. 3054/2002, σύμφωνα με τον οποίο προβλέπεται ότι «…με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Ανάπτυξης μετά από γνώμη της Ρ.Α.Ε. επιτρέπεται για την αντιμετώπιση δυσμενών επιπτώσεων που μπορεί να προκληθούν στην οικονομία της χώρας λόγω των υψηλών διεθνών τιμών του αργού πετρελαίου και των πετρελαιοειδών προϊόντων ή εξαιτίας της αδικαιολόγητης, κατά τους κανόνες του υγιούς ανταγωνισμού και κατά τις ειδικές συνθήκες της διεθνούς και εγχώριας αγοράς πετρελαιοειδών, διαμόρφωσης των τιμών των πετρελαιοειδών προϊόντων, να επιβληθούν γενικά ή τοπικά ανώτατες τιμές πώλησης στον καταναλωτή (Α.Τ.Κ.) για όλα ή ορισμένα από τα πετρελαιοειδή προϊόντα.» Ο Πρόεδρος της Αρχής μετέχει στην Επιτροπή Διαχείρισης Σοβαρών Διαταραχών του Εφοδιασμού σε Αργό Πετρέλαιο ή/και Πετρελαιοειδή Προϊόντα.[5]

Ο νόμος 4123/2013 υποχρεώνει τις  εταιρίες που εισάγουν πετρέλαιο και προϊόντα πετρελαιοειδών, για ιδία χρήση ή για την εμπορία τους στην ελληνική αγορά  να διατηρούν αποθέματα ποσότητας ίσης με την εγχώρια καθαρή κατανάλωση τους, χρονικής περιόδου 90 ημερών του προηγούμενου έτους.

Η νομοθεσία επιτρέπει στους εισαγωγείς πετρελαίου και προϊόντων πετρελαιοειδών να διατηρούν το 30% των συνολικών αποθεμάτων τους στην επικράτεια άλλου κράτους μέλους της ΕΕ. 

Η νομοθεσία επιτρέπει την ίδρυση εταιρίας για την αγορά και τη διαχείριση αποθεμάτων πετρελαίου που αγοράζονται και διαχειρίζονται αποκλειστικά από το κράτος.  Το μέγεθος και η ωριμότητα της αγοράς δεν κάνουν αναγκαία την ύπαρξη κρατικής εταιρίας για τη διαχείριση αποθεμάτων. 

Τα διυλιστήρια υποχρεώνονται να διατηρούν το 1/3 των συνολικών τους αποθεμάτων ως τελικά προς κατανάλωση προϊόντα. Όλες οι άλλες εταιρίες εισαγωγείς υποχρεώνονται να διατηρούν αποθέματα στη μορφή και το είδος προϊόντος κατά τη διάρκεια της εισαγωγής του.

Το Υπουργείο Ενέργειας και Περιβάλλοντος είναι η αρμόδια αρχή για να διασφαλίζεται η τήρηση της υποχρέωσης των εισαγωγέων για την διατήρηση των αποθεμάτων των εισαγόμενων προϊόντων τους. Το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας μπορεί να επιβάλλει κυρώσεις στις εταιρίες που δεν τηρούν και δεν συμμορφώνονται με τις υποχρεώσεις τους.

Οι εταιρίες εισαγωγείς οφείλουν να υποβάλλουν μηνιαία έκθεση για την πορεία των αποθεμάτων τους. Τα Εμπορικά αποθέματα μπορούν να αποθηκεύονται μαζί με τα αποθέματα έκτακτης ανάγκης. Αλλά τα αποθέματα έκτακτης ανάγκης οφείλουν οι εισαγωγείς να τα διατηρούν σε δεξαμενές που είναι πιστοποιημένες από τη Γενική Διεύθυνση Ορυκτών καυσίμων του Υπουργείου Ενέργειας και Περιβάλλοντος.

Το Εθνικό Σχέδιο Έκτακτης Δράσης είναι το κύριο κείμενο για την διαχείριση της πιθανής κρίσης στην τροφοδοσία της αγοράς πετρελαίου και πετρελαιοειδών στην Ελλάδα. Συμπληρώνεται  με τον Οδηγό Δράσης ο οποίος δημοσιεύτηκε το Δεκέμβριο του 2021. 


[1] Βρυξέλλες, 13.11.2008, COM (2008) 775 τελικό

[2] ΕΕ L 265 της 9.10.2009

[3] με την Υπουργική Απόφαση Δ1/Β/21196/2013 (ΦΕΚ 2956/Β/21-11-2013)

[4] Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου 27/19.9.2013, ΦΕΚ Α’ 196/20.09.2013

[5] Άρθρο 16 ν. 4123/2013